πρωτοχαίρομαι

πρωτοχαίρομαι
Ν
χαίρομαι κάτι για πρώτη φορά ή πρώτος («χθες πρωτοχάρηκε το φως και τον γλυκόν αέρα», Σολωμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”